- ἔντευξιν
- ἔντευξιςlighting uponfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COELESYRIA vel COELOSYRIA — COELESYRIA, vel COELOSYRIA tota est regio ultra Seleucidem in Aegyptum et Arabiam recedens. Sed proprie quae Libanô, et Antilibanô terminatur. Nomen sortita est a concavitate, quam Graeci κοιλότητα vocant: Inter Libanum namque et Antilibanum,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευαρμοστία — εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) [ευάρμοστος] η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος μσν. η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη αρχ. 1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν»… … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek